«Δυστυχισμένε μου λαέ καλέ και αγαπημένε. Πάντα ευκολόπιστε και πάντα προδομένε». Δ. Σολωμός.

Α΄ μέρος

Ας αρχίσουμε το σημερινό άρθρο με την θλιβερή άποψη, ότι: το ελληνικό κράτος δεν στάθηκε σε καμιά φάση ικανό να προστατεύσει αποτελεσματικά τον ευρύτερο ελληνισμό και να αναστείλει τη συρρίκνωση ή τον αφανισμό του. Σήμερα, είναι «ηλίου φαεινότερο» ότι οι «ελληνικοί εθνικοί στόχοι έχουν de facto περιοριστεί σε μια παθητική αυτοσυντήρηση, όπου διάφορες ρητορικές εξάρσεις εκπληρώνουν την ψυχολογική λειτουργία της υπερκατανάλωσης», ενώ ταυτόχρονα η Τουρκία κοιτάζει αδιάκοπα πέρα από τα σύνορά της διεκδικώντας ελληνικές θάλασσες και στεριές, που Έλληνες υπουργοί και πρωθυπουργοί δεν έχουν καμιά αντίρρηση να τα προσφέρουν προκειμένου «να κοιμούνται ήσυχοι», όπως οι έχουν διαλαλήσει.

Η Ελλάδα, από τον ερχομό του Όθωνα, ήταν και είναι πάντα χώρα ετερόφωτη. Το πολιτικό της σύστημα, οι θεσμοί και οι επιλογές της δεν πηγάζουν από μια αυτόνομη συλλογική βούληση, αλλά από υποταγή σε ξένες δυνάμεις, ή, εξ ίσου τραγικό, από παθητικό μιμητισμό δυτικών προτύπων, χωρίς εσωτερική επεξεργασία και προσαρμογή, δημιουργώντας έτσι μια διαρκή κρίση ταυτότητας.

Από την εποχή του ”μεγάλου εθνάρχη”, «Η Ελλάδα προσανατολίστηκε ψυχή τε και σώματι στην «Ευρώπη» για να διασφαλισθεί από τον τουρκικό κίνδυνο, ακριβώς ο ευρωπαϊκός της προσανατολισμός θα μεταβληθεί σε όργανο de facto μετατροπής της σε δορυφόρο της Τουρκίας», έγραφε ο Παναγιώτης Κονδύλης το 1990, και συνεχίζει. «Η τουρκική επιρροή θα ασκείται πάνω στην Ελλάδα όχι άμεσα, αλλά –κάπως μετριασμένη– μέσω των ευρωπαϊκών και των αμερικανικών αγωγών, και δεν αποκλείεται η ελληνική πλευρά, ανίσχυρη κι αναζητώντας παρηγόριες ή εκλογικεύσεις, ν’ αρχίσει κάποτε να θεωρεί κι η ίδια τις υποχωρήσεις έναντι της Τουρκίας ως αυτονόητο μέρος και αυτονόητο καθήκον του «εξευρωπαϊσμού» της –αφού μάλιστα οι «πολιτισμένοι άνθρωποι», που έχουν ξεπεράσει τους «εθνικιστικούς ακτιβισμούς», δεν ξεκινούν πολέμους για πράγματα τόσο απαρχαιωμένα μέσα στον εκλεπτυσμένο μας κόσμο όσο είναι δα τα κυριαρχικά μας δικαιώματα». «Θεωρία του Πολέμου», Π. Κονδύλης.

Η βαθύτερη αιτία της αύξησης της τουρκικής πίεσης πάνω στην Ελλάδα δεν είναι ούτε πολιτισμική, ούτε στενά πολιτική και παροδική, αλλά έγκειται στη συνεχή διεύρυνση της διαφοράς ανάμεσα στο γεωπολιτικό δυναμικό των δυο χωρών. Σε ορισμένους κρίσιμους τομείς, όπως ο δημογραφικός είμαστε χαμένοι. Αν θέλουμε να παραμείνουμε νηφάλιοι, έστω και με αντίτιμο την απαισιοδοξία, οφείλουμε να πούμε ότι και σε άλλα πεδία στρατηγικής σημασίας αρχίζουν να παγιώνονται αναντίστροφες εξελίξεις.

Η Ελλάδα (έγραφε ο Π. Κονδύλης το 1990, και σήμερα, δυστυχώς, δικαιώνεται) μεταβάλλεται σταθερά σε χώρα με περιορισμένα κυριαρχικά δικαιώματα, δηλαδή δικαιώματα των οποίων η κυρίαρχη άσκηση εξαρτάται από τη βούληση και τις αντιδράσεις τρίτων, ενώ παράλληλα η στάση της γίνεται όλο και περισσότερο παθητική ή αντιφατική. Η διακήρυξη «δεν παραχωρούμε τίποτε» δεν έχει έμπρακτο αντίκρισμα όταν η χώρα εκλιπαρεί σε κρίσιμες ώρες τις μεσολαβητικές προσπάθειες των Ηνωμένων Πολιτειών ξέροντας εκ των προτέρων ότι αυτές θα πληρωθούν με παραχωρήσεις ή όταν αποσύρει χωρίς χειροπιαστά ανταλλάγματα το βέτο της για την τελωνειακή ένωση της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, αποδεικνύοντας έτσι άθελά της πόσο είναι δυνατό να μετατραπεί σε δορυφόρο της Τουρκίας ακριβώς μέσω του «ευρωπαϊκού δρόμου» και της επιρροής των «Ευρωπαίων εταίρων». Τέτοιες ενέργειες δεν είναι εσφαλμένοι ή έστω συζητήσιμοι χειρισμοί. Συνιστούν τα εύγλωττα επιφαινόμενα μιας βαθύτερης ιστορικής κόπωσης, μιας προϊούσας, ηδονικής μάλιστα παράλυσης.

Στο βαθμό όπου η Ελλάδα θα καθίσταται ανεπαίσθητα γεωπολιτικός δορυφόρος της Τουρκίας, ο κίνδυνος πολέμου θα απομακρύνεται, οι ψευδαισθήσεις θα αβγατίζουν και η παράλυση θα γίνεται ακόμη ηδονικότερη, εφ’ όσον η υποχωρητικότητα θα αμείβεται με αμερικανικούς και ευρωπαϊκούς επαίνους, που τους χρειάζεται κατεπειγόντως ο εκσυγχρονιζόμενος βαλκάνιος, και επίσης με δάνεια και δώρα για να χρηματοδοτείται ο παρασιτικός καταναλωτισμός. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ό,τι στην πραγματικότητα θα συνιστά κάμψη της ελληνικής αντίστασης κάτω από την πίεση του υπέρτερου τουρκικού δυναμικού, οι Έλληνες θα συνηθίσουν σιγά σιγά να το ονομάζουν «πολιτισμένη συμπεριφορά», «υπέρβαση του εθνικισμού» και «εξευρωπαϊσμό». Πράγματι, το σημερινό δίλημμα είναι αντικειμενικά τρομακτικό και ψυχολογικά αφόρητο: η ειρήνη σημαίνει για την Ελλάδα δορυφοροποίηση και ο πόλεμος σημαίνει συντριβή. Η υπέρβαση του διλήμματος αυτού, η ανατροπή των σημερινών γεωπολιτικών και στρατηγικών συσχετισμών απαιτεί ούτε λίγο ούτε πολύ την επιτέλεση ενός ηράκλειου άθλου, για τον οποίο η ελληνική κοινωνία, έτσι όπως είναι, δεν διαθέτει τα κότσια. Οι μετριότητες, οι υπομετριότητες, και ανθυπομετριότητες, που απαρτίζουν τον ελληνικό πολιτικό και παραπολιτικό κόσμο, δεν έχουν το ανάστημα να θέσουν και να λύσουν ιστορικά προβλήματα τέτοιας έκτασης και τέτοιου βάθους –ίσως να καταρρεύσουν ακόμα και στην περίπτωση όπου θα βρεθούν μπροστά στη μεγάλη απόφαση να διεξάγουν ένα πόλεμο. γιατί αν ο πόλεμος είναι συνέχεια της πολιτικής, ποιος πόλεμος θα συνεχίσει μια σπασμωδική πολιτική; Οι ευρύτερες μάζες, καθοδηγούμενες από το ίδιο ένστικτο της βραχυπρόθεσμης αυτοσυντήρησης, έχουν βρει τη δική τους ψυχολογική βολική λύση: το έθνος το υπηρετούν ανέξοδα περιβαλλόμενες γαλανόλευκα ράκη, όποτε το καλεί η περίσταση, και έχοντας κατόπιν ήσυχη συνείδηση το κλέβουν μόνιμα με παντοειδής τρόπους: από τη φοροδιαφυγή, την αισχροκέρδεια και τα «αυθαίρετα» ίσαμε τα ευκολοαπόκτητα πτυχία, τη χαμηλή παραγωγικότητα εργασίας (ούτε το 50% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης!) και την κραυγαλέα ανισότητα ανάμεσα σ’ ό,τι παράγεται και σ’ ό,τι καταναλώνεται, με αποτέλεσμα την καταχρέωση και την πολιτική εξάρτηση του τόπου. Αν λάβουμε υπ’ όψιν μας μόνο όσα πράττονται και αφήσουμε εντελώς στην άκρη την εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους οι πράττοντες, τότε φαίνεται να βρισκόμαστε σε συλλογική αναζήτηση της ιστορικής ευθανασίας, υπό τον όρο να σκηνοθετηθούν έτσι τα πράγματα, ώστε κανείς να μην έχει την άμεση ευθύνη, και επίσης υπό τον όρο να τεχνουργηθούν απροσμάχητες ανακουφιστικές εκλογικεύσεις («ελληνοκεντρικές» ή «εξευρωπαϊστικές», αδιάφορο). Τις τραγωδίες ή τις κωμωδίες, που μπορούν να περιγράψουν με τις αρμόζουσες αποχρώσεις αυτήν την ιδιαίτερη κοινωνική και ψυχολογική κατάσταση, θα τις γράψουν ίσως άλλοι. Εμένα μου έρχεται στον νου η τετριμμένη, αλλά πάντοτε ευθύβολη θυμοσοφία: όπως στρώνει κανένας, έτσι και κοιμάται.

Αυτά έγραφε ο Π. Κονδύλης το 1990. Ας μην μας πουν οι σημερινοί πολιτικοί ότι δεν γνώριζαν, δεν πρόβλεψαν, δεν πίστευαν. Πολιτικοί, που όλοι ανεξαιρέτως έχουν βγάλει από το λεξιλόγιό τους (προγράμματα δεν έχουν) τους εθνικούς στόχους. Απορημένος, με κοίταξε ένας αρχηγός κόμματος (αργότερα έγινε πρωθυπουργός) όταν τον ρώτησα πως ιεραρχεί το κόμμα του, τους εθνικούς στόχους.

Οι εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις τρέχουν πίσω από τα γεγονότα. Είναι, όμως, δυνατή η πρόβλεψη για το μέλλον; Είναι δυνατόν, και, Έλληνες πολιτικοί να προβλέπουν και να επηρεάζουν τα επερχόμενα γεγονότα, ή θα συνεχίζουν να αποδέχονται λύσεις που θα καθορίζονται σε ξένα κέντρα; Θα χρησιμοποιούμε τους συμμάχους/προστάτες μας για να δίνονται λύσεις που ικανοποιούν το λαϊκό αίσθημα, ή τα δικά τους συμφέροντα σε βάρος των εθνικών μας συμφερόντων; «Το κυπριακό πρέπει να λυθεί στα πλαίσια των συμφερόντων της Δυτικής συμμαχίας» –ειπώθηκε από τον Καραμανλή στα μέσα της δεκαετίας του 1950, υποτάσσοντας τα εθνικά συμφέροντα σε ξένα συμφέροντα (αυτό τον έκανε πρωθυπουργό), –όταν ο ελληνισμός διαδήλωνε ζητώντας την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Σε αντίθεση με μεταπολεμικούς πραιτοριανούς πολιτικούς, ο Καποδίστριας από το 1820 τόνιζε τη στρατηγική σημασία της Κύπρου, την σπουδαιότητά της για τον ελληνισμό, και την ενέτασσε σε μια προοπτική απελευθέρωσης. Σήμερα, Τουρκία, Ισραήλ, Αγγλία, Αμερική θέλουν να κατακτήσουν ή να ελέγχουν το στρατηγικότερο μέρος της ανατολικής Μεσογείου, ενώ η ελληνική ελίτ, πιστή σε συμμαχικές εντολές, αδιαφορεί τόσο για το νησί, όσο και για τους ελληνοκύπριους συρρικνώνοντας το Έθνος. Με την πολιτική τους ο ελληνισμός θα ακρωτηριαστεί και θα πτωχεύσει.

Η «Κύπρος κείται μακράν» για τους πάσης φύσεως γραικύλους (τουρκογραικύλους, αμερικανογραικύλους κ.α.) και με διάφορους τρόπους οι προερχόμενοι από το Χάρβαντ, και όχι μόνο, θεωρούν την Κύπρο βαρίδι στην πολιτική τους. Η κομματική ολιγαρχία, όπως και κάθε λογικός πολίτης οφείλουν να γνωρίζουν ότι, χωρίς το Αιγαίο και την Κύπρο, η Ελλάδα και οι Έλληνες θα επιβιώνουν οριακά μέσα σε συνεχείς συμφορές και διασυρμούς. Εντούτοις, παρόλες τις τεκμηριωμένες αναλύσεις και προειδοποιήσεις για τα δεινά που είναι ante portas (προ των πυλών), τα πετσωμένα ΜΜΕ (Μέσα Μαζικής Εξαπάτησης) θεοποίησαν την οργανωμένη και μεθοδευμένη παγίδευσή μας στις «διερευνητικές» που θα αποτελέσουν τη χαριστική βολή κατά του Ελληνικού κράτους.

Παναγιώτης Καλογιάννης, Στοκχόλμη Σεπτέμβρης 2025

Συνεχίζεται, Διάβασε εδώ το Β΄ μέρος